προσωπικός
[prosopiˈkos], προσωπική, προσωπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- persönlichπροσωπικός ενός ατόμουπροσωπικός ενός ατόμου
- privatπροσωπικός όχι δημόσιοςπροσωπικός όχι δημόσιος
- intimπροσωπικός σκέψειςπροσωπικός σκέψεις
esempi
- persönliche Datenπληθυντικός | Plural pl
- προσωπικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPersonalangabenπληθυντικός | Plural pl
- προσωπικά χαρακτηριστικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSoft Skillsπληθυντικός | Plural pl
nascondi gli esempimostra più esempi