„αντωνυμία“: θηλυκό αντωνυμία [andoniˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Pronomen, Fürwort Pronomenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντωνυμία Fürwortουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντωνυμία αντωνυμία