προαιρετικός
[proeretiˈkos], προαιρετική, προαιρετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- freiwilligπροαιρετικός γενπροαιρετικός γεν
- fakultativπροαιρετικός ειδικά μαθήματαπροαιρετικός ειδικά μαθήματα
esempi
- προαιρετική στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fBedarfshaltestelleθηλυκό | Femininum, weiblich f