„προ“: πρόθεση προ [pro]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+γενική | +Genitiv+gen> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vor vor (+δοτική | +Dativ+dat) προ προ esempi προ παντός, προ πάντων vor allem προ παντός, προ πάντων προ πολλού längst προ πολλού προ Χριστού (π.Χ.) vor Christus προ Χριστού (π.Χ.)