„πρήζω“: μεταβατικό ρήμα πρήζω [ˈprizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -στηκα; -μένος> μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) nerven nerven πρήζω νευριάζω πρήζω νευριάζω esempi με έπρηξες! du nervst!, du bringst mich zum Platzen! με έπρηξες!