πιστοποιητικό
[pistopiitiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bescheinigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπιστοποιητικόZeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπιστοποιητικόπιστοποιητικό
- Attestουδέτερο | Neutrum, sächlich nπιστοποιητικό ιατρικόπιστοποιητικό ιατρικό
esempi
- πιστοποιητικό αμοιβήςGehaltsbescheinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιστοποιητικό απασχόλησηςArbeitsbescheinigungθηλυκό | Femininum, weiblich fBeschäftigungsnachweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πιστοποιητικό ασθενείαςKrankenscheinθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi