„πηγαινοέρχομαι“: αποθετικό ρήμα πηγαινοέρχομαι [pijenoˈerxome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ohneαόριστος | Aorist aor> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kommen und gehen, hin und hergehen, pendeln hin und herfahren kommen und gehen, hin und hergehen πηγαινοέρχομαι πηγαινοέρχομαι pendeln, hin und herfahren πηγαινοέρχομαι με όχημα πηγαινοέρχομαι με όχημα