παρατώ
[paraˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufgebenπαρατώ αφήνω, σταματώπαρατώ αφήνω, σταματώ
- παρατώ σύζυγο
- παρατώ εγκαταλείπω αβοήθητο
- παρατώ εγκαταλείπω
esempi
- τα παρατώich gebe auf!
- παράτα με!lass mich zufrieden!
- παράτα το!lass es bleiben!