„οφείλω“: μεταβατικό ρήμα οφείλω [oˈfilo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schulden, verdanken, sollen, müssen schulden οφείλω χρήματα οφείλω χρήματα verdanken (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) οφείλω χρωστώ ευγνωμοσύνη οφείλω χρωστώ ευγνωμοσύνη sollen, müssen οφείλω έχω καθήκον, πρέπει οφείλω έχω καθήκον, πρέπει esempi πόσα σας οφείλω; was bekommen Sie? πόσα σας οφείλω;