ξεφεύγω
[kseˈfevɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-υγα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- entfliehen (από vor+δοτική | +Dativ +dat)ξεφεύγωξεφεύγω
- ξεφεύγω από το θέμα
- abkommenξεφεύγω από το δρόμοξεφεύγω από το δρόμο
- ξεφεύγω δε γίνομαι αντιληπτός
- herausrutschenξεφεύγω λόγιαξεφεύγω λόγια
esempi
- μου ξέφυγεdas ist mir entgangen
- μου ξέφυγεdas ist mir nur so herausgerutscht