„ξαπλωμένος“ ξαπλωμένος [ksaploˈmenos], ξαπλωμένη, ξαπλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) liegend liegend ξαπλωμένος άνθρωπος ξαπλωμένος άνθρωπος esempi είμαι ξαπλωμένος liegen είμαι ξαπλωμένος μένω ξαπλωμένος liegen bleiben μένω ξαπλωμένος