Traduzione Greco-Tedesco per "μηχανικός"

"μηχανικός" traduzione Tedesco

μηχανικός
[mixaniˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μηχανική, μηχανικό

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • maschinell
    μηχανικός
    μηχανικός
  • mechanisch
    μηχανικός κινήσειςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    μηχανικός κινήσειςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
μηχανικός
[mixaniˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Ingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανικός
    μηχανικός
  • Mechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανικός τεχνίτης
    μηχανικός τεχνίτης
esempi
  • μηχανικός ακριβείας
    Feinmechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανικός ακριβείας
  • μηχανικός αυτοκινήτων
    Automechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανικός αυτοκινήτων
  • μηχανικός διαστημικών συστημάτων
    Raumfahrtingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανικός διαστημικών συστημάτων
  • nascondi gli esempimostra più esempi
πολιτικός μηχανικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bauingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πολιτικός μηχανικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ιπτάμενος μηχανικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bordingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bordmechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ιπτάμενος μηχανικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ηλεκτρολόγος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
Elektroingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλεκτρολόγος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
διπλωματούχος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
Diplomingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
διπλωματούχος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: