ηλεκτρολόγος
[ilektroˈloɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Elektrikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fηλεκτρολόγος τεχνίτηςηλεκτρολόγος τεχνίτης
esempi
- ηλεκτρολόγος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fElektroingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεως κτιρίωνElektroinstallateurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f