„μειονεκτικός“ μειονεκτικός [mionektiˈkos], μειονεκτική, μειονεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) nachteilig nachteilig μειονεκτικός μειονεκτικός esempi βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση im Nachteil sein βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση