μακροχρόνιος
[makroˈxroɲos], μακροχρόνια, μακροχρόνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- langlebigμακροχρόνιος παράδοσημακροχρόνιος παράδοση
esempi
- μακρόχρονη μνήμηθηλυκό | Femininum, weiblich fLangzeitgedächtnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μακροχρόνια ανεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fLangzeitarbeitslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μακροχρόνια άνεργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mLangzeitarbeitslose(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
nascondi gli esempimostra più esempi