σχέση
[ˈsçesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Beziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχέση μεταξύ ανθρώπωνσχέση μεταξύ ανθρώπων
- Verhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nσχέση ερωτικήσχέση ερωτική
- Beziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχέση αναλογίαBezugαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχέση αναλογίασχέση αναλογία
- Zusammenhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχέση αλληλεξάρτησησχέση αλληλεξάρτηση