κυκλοφοριακός
[kjikloforiaˈkos], κυκλοφοριακή, κυκλοφοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verkehrs-κυκλοφοριακόςκυκλοφοριακός
esempi
- κυκλοφοριακή αγωγήθηλυκό | Femininum, weiblich fVerkehrserziehungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυκλοφοριακή κίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich fAutoverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κυκλοφοριακή συμφόρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fhohes Verkehrsaufkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n