αγωγή
[aɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Erziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωγή ανατροφήαγωγή ανατροφή
- Klageθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωγή νομικός όρος | Rechtswesenνομαγωγή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Therapieθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωγή ιατρική | Medizinιατρ θεραπείααγωγή ιατρική | Medizinιατρ θεραπεία
- Stromleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωγή ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτραγωγή ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
esempi
- αγωγή για παράλειψη νομικός όρος | RechtswesenνομUnterlassungsklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση νομικός όρος | RechtswesenνομBeleidigungsklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αγωγή για συκοφαντική δυσφήμησηVerleumdungsklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi