„κλοτσώ“: αμετάβατο ρήμα κλοτσώ [kloˈtso]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) treten, einen Fußtritt geben, strampeln, austreten, kicken treten, einen Fußtritt geben κλοτσώ κλοτσώ strampeln κλοτσώ χτυπώ τα πόδια κλοτσώ χτυπώ τα πόδια austreten κλοτσώ άλογο κλοτσώ άλογο kicken κλοτσώ αθλητισμός | Sportαθλ κλοτσώ αθλητισμός | Sportαθλ