κινώ
[kjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bewegenκινώ το χέρι, ένα αντικείμενοκινώ το χέρι, ένα αντικείμενο
- regenκινώ ανεπαίσθητακινώ ανεπαίσθητα
- κινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- treibenκινώ τεχνική | Technikτεχνκινώ τεχνική | Technikτεχν
- vorantreibenκινώ προωθώκινώ προωθώ
- κινώ παρακινώ
- weckenκινώ περιέργεια, ενδιαφέρονκινώ περιέργεια, ενδιαφέρον
- erregenκινώ φθόνοκινώ φθόνο
- einleitenκινώ διαδικασίακινώ διαδικασία