καταλήγω
[kataˈliɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- καταλήγω οδηγούμαι σε έκβαση
- darauf hinauslaufenκαταλήγω οδηγώκαταλήγω οδηγώ
- καταλήγω καταντώ οικείο | umgangssprachlichοικ
- einmünden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)καταλήγω δρόμοςκαταλήγω δρόμος