ιδιαιτέρως
[iðieˈteros]επίρρημα | Adverb advPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- insbesondere,ιδίως, ιδιαίτερα | besonders ιδιδιαιτέρως ειδικάιδιαιτέρως ειδικά
- persönlich, unter vier Augenιδιαιτέρως προσωπικάιδιαιτέρως προσωπικά