„θυμαράκια“: πληθυντικός ουδετέρου θυμαράκια [θimaˈrakjia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ins Gras beißen esempi πάω στα θυμαράκια οικείο | umgangssprachlichοικ ins Gras beißen πάω στα θυμαράκια οικείο | umgangssprachlichοικ