επιδεικνύω
[epiðiˈknio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorführen, demonstrierenεπιδεικνύω παρουσιάζωεπιδεικνύω παρουσιάζω
- επιδεικνύω εκθέτω σε θέα, κ. για εντυπωσιασμό