Traduzione Greco-Tedesco per "επαφή"
"επαφή" traduzione Tedesco
σεξουαλική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Verkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Geschlechtsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
σεξουαλική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
έρχομαι σε επαφή
sich in Verbindung setzen
έρχομαι σε επαφή
σωματική επαφή
Körperkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
σωματική επαφή
δερματική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hautkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δερματική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
οπτική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Blickkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Sichtkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
οπτική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
χαλαρή επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wackelkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χαλαρή επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f