επένδυση
[eˈpenðisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Fütterungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπένδυσηεπένδυση
- Verkleidungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπένδυση επίπλωνεπένδυση επίπλων
- Investitionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπένδυση εμπόριο | HandelεμπKapitalanlageθηλυκό | Femininum, weiblich fεπένδυση εμπόριο | Handelεμπεπένδυση εμπόριο | Handelεμπ
esempi
- εσωτερική επένδυσηInnenfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n