εξετάζω
[ekseˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- untersuchenεξετάζω υπόθεση, άρρωστοεξετάζω υπόθεση, άρρωστο
- prüfenεξετάζω μαθητήεξετάζω μαθητή
- verhörenεξετάζω μάρτυρα, ύποπτοεξετάζω μάρτυρα, ύποπτο
- überprüfenεξετάζω ελέγχωεξετάζω ελέγχω