ενιαίος
[eniˈeos], ενιαία, ενιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- einheitlichενιαίοςενιαίος
esempi
- ενιαία τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich fPauschalpreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ενιαίο κόμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinheitsparteiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ενιαίο κράτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinheitsstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi