„Flatrate“: Femininum, weiblich FlatrateFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -s> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ενιαίο τιμολόγιο ενιαίο τιμολόγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Flatrate Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Flatrate Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT