δυναμικός
[ðinamiˈkos], δυναμική, δυναμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- δυναμική αναμέτρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fKraftprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Kraftsportαρσενικό | Maskulinum, männlich m