αναμέτρηση
[anaˈmetrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Konfrontationθηλυκό | Femininum, weiblich fαναμέτρησηαναμέτρηση
- Begegnungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναμέτρηση αθλητισμός | SportαθλAuseinandersetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναμέτρηση αθλητισμός | Sportαθλαναμέτρηση αθλητισμός | Sportαθλ
esempi
- αναμέτρηση δυνάμεωνMachtprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f