διάθεση
[ðiˈaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verfügungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάθεση δυνατότητα χρησιμοποιήσεωςδιάθεση δυνατότητα χρησιμοποιήσεως
- Stimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάθεση κέφιδιάθεση κέφι
- Lustθηλυκό | Femininum, weiblich f (για zu)διάθεση όρεξηδιάθεση όρεξη
- Bereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάθεση προθυμίαδιάθεση προθυμία