βοηθητικός
[voiθitiˈkos], βοηθητική, βοηθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- hilfreich, Hilfs-βοηθητικόςβοηθητικός
esempi
- βοηθητικά σκηνικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl θέατρο | TheaterθεατRequisitenπληθυντικός | Plural pl
- βοηθητική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f μαθηματικά | MathematikμαθHilfslinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βοηθητική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fAushilfslohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi