„βελούδο“: ουδέτερο βελούδο [veˈluðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Samt Samtαρσενικό | Maskulinum, männlich m βελούδο βελούδο esempi απαλός σα βελούδο samtweich απαλός σα βελούδο