απαλός
[apaˈlos], απαλή, απαλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- απαλός
- gedecktαπαλός χρώμααπαλός χρώμα
esempi
-
-
- απαλό απορρυπαντικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nFeinwaschmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n