αυτοπαθής
[aftopaˈθis], αυτοπαθής, αυτοπαθέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- reflexivαυτοπαθής γραμματική | Grammatikγραμμαυτοπαθής γραμματική | Grammatikγραμμ
esempi
- αυτοπαθής αντωνυμίαθηλυκό | Femininum, weiblich fReflexivpronomenουδέτερο | Neutrum, sächlich n