αρχαιότητα
[arçeˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- αρχαιότητα
- Altertümerπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplαρχαιότητα πληθυντικός | Pluralplαρχαιότητα πληθυντικός | Pluralpl
esempi
- αρχαιότητα στο επάγγελμαDienstalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n