„ακροβατικός“ ακροβατικός [akrovatiˈkos], ακροβατική, ακροβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) akrobatisch akrobatisch ακροβατικός ακροβατικός esempi ακροβατική κορδέλαθηλυκό | Femininum, weiblich f Loopingαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακροβατική κορδέλαθηλυκό | Femininum, weiblich f ακροβατική πτήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Kunstflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακροβατική πτήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f