πτήση
[ˈptisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Flugαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτήση πουλιού αεροπορία | Luftfahrtαεροππτήση πουλιού αεροπορία | Luftfahrtαεροπ