„αεροπορικώς“: επίρρημα αεροπορικώς [aeroporiˈkos]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) mit dem Flugzeug, per Luftpost mit dem Flugzeug αεροπορικώς αεροπορικώς per Luftpost αεροπορικώς αποστολή γραμμάτων αεροπορικώς αποστολή γραμμάτων