„αερίζω“: μεταβατικό ρήμα αερίζω [aeˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) lüften, an die Luft stellen lüften αερίζω αερίζω an die Luft stellen αερίζω εκθέτω στον αέρα αερίζω εκθέτω στον αέρα