χάρη
[ˈxari]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Grazieθηλυκό | Femininum, weiblich fχάρη κομψότητα, λεπτότηταAnmutθηλυκό | Femininum, weiblich fχάρη κομψότητα, λεπτότηταχάρη κομψότητα, λεπτότητα
- Reizαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάρη χάρισμαVorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάρη χάρισμαχάρη χάρισμα
- Charmeαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάρη γοητείαχάρη γοητεία
- Gefallenαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάρη εξυπηρέτησηχάρη εξυπηρέτηση
- Dankαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάρη αίσθημα ευγνωμοσύνηςχάρη αίσθημα ευγνωμοσύνης
- Begnadigungθηλυκό | Femininum, weiblich fχάρη νομικός όρος | RechtswesenνομGnadeθηλυκό | Femininum, weiblich fχάρη νομικός όρος | Rechtswesenνομχάρη νομικός όρος | Rechtswesenνομ