„υπόσχεση“: θηλυκό υπόσχεση [iˈposçesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Versprechen Versprechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπόσχεση υπόσχεση esempi δίνω μια υπόσχεση ein Versprechen geben (σε κάποιον jemandem) δίνω μια υπόσχεση κρατώ μια υπόσχεση ein Versprechen halten κρατώ μια υπόσχεση υπόσχεση γάμου νομικός όρος | Rechtswesenνομ Eheversprechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπόσχεση γάμου νομικός όρος | Rechtswesenνομ