„σπίτι“: ουδέτερο σπίτι [ˈspiti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Haus, Wohnung, Heim, Zuhause Hausουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπίτι γεν σπίτι γεν Wohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f σπίτι διαμέρισμα σπίτι διαμέρισμα Heimουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπίτι οίκος σπίτι οίκος Zuhauseουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπίτι οικογένεια σπίτι οικογένεια esempi στο σπίτι daheim, zu Hause στο σπίτι πάω σπίτι nach Hause gehen πάω σπίτι στο σπίτι μας bei uns zu Hause στο σπίτι μας από το σπίτι von zu Hause από το σπίτι σπίτι για δύο οικογένειες Zweifamilienhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπίτι για δύο οικογένειες nascondi gli esempimostra più esempi