νυχτερινός
[nixteriˈnos], νυχτερινή, νυχτερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- νυχτερινά τέληπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφNachttarifαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νυχτερινές ειδήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplAbendnachrichtenπληθυντικός | Plural pl
- νυχτερινή βάρδιαθηλυκό | Femininum, weiblich fNachtschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi