„ησυχία“: θηλυκό ησυχία [isiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ruhe, Stille Ruheθηλυκό | Femininum, weiblich f ησυχία ηρεμία ησυχία ηρεμία Stilleθηλυκό | Femininum, weiblich f ησυχία σιωπή ησυχία σιωπή esempi (κάνε) ησυχία! Ruhe!, sei ruhig! (κάνε) ησυχία! με την ησυχία μου/σου in aller Ruhe με την ησυχία μου/σου (δε) βρίσκω ησυχία (nicht) zur Ruhe kommen (δε) βρίσκω ησυχία βρίσκω την ησυχία μου seine Ruhe finden βρίσκω την ησυχία μου ησυχία παρακαλώ! Ruhe bitte! ησυχία παρακαλώ! nascondi gli esempimostra più esempi