„κεφάλι“: ουδέτερο κεφάλι [kjeˈfali]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kopf Kopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κεφάλι κεφάλι esempi με το κεφάλι kopfüber με το κεφάλι σπάζω το κεφάλι μου sich den Kopf zerbrechen σπάζω το κεφάλι μου κεφάλι καρφίτσας ανατομία | Anatomieανατ Nagelbettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κεφάλι καρφίτσας ανατομία | Anatomieανατ