πυροβολισμός
[pirovolizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schussαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυροβολισμός από όπλοπυροβολισμός από όπλο
- Schießereiθηλυκό | Femininum, weiblich fπυροβολισμός πληθυντικός | Pluralplπυροβολισμός πληθυντικός | Pluralpl
esempi
- πυροβολισμός στο κεφάλιKopfschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m