Traduzione Greco-Tedesco per "γενική"
"γενική" traduzione Tedesco
γενική αμνηστείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gnadenerlassαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική αμνηστείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Großreinemachenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντικείμενο σε γενική
Genitivobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αντικείμενο σε γενική
γενική ανακαίνισηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalüberholungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική ανακαίνισηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανοιξιάτικη γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Frühjahrsputzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ανοιξιάτικη γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική νικήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtsiegerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική νικήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική διευθύντριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generaldirektorinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική διευθύντριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική αντιπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalbevollmächtigteθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική αντιπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική κατάταξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtwertungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική κατάταξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική συνέλευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hauptversammlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική συνέλευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εποπτείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Oberaufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εποπτείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalsekretärinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γενική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινοβουλευτικής ομάδας
Fraktionsführerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινοβουλευτικής ομάδας
γενική απεργία
Generalstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική απεργία
γενική επισκευήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Überholungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική επισκευήθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εντύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamteindruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική εντύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f