αναμονή
[anamoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wartenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναμονήαναμονή
esempi
- αίθουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f αναμονήςWartesaalαρσενικό | Maskulinum, männlich mWartezimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αναμονή στην ουράSchlangestehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αναμονή στο τηλέφωνο τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφWarteschleifeθηλυκό | Femininum, weiblich f